ανευλάβεια

ανευλάβεια
η
1) нечестивость; 2) непочтительность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανευλάβεια" в других словарях:

  • ανευλάβεια — η (AM ἀνευλάβεια) η έλλειψη ευλάβειας, η ασέβεια, η αδιαφορία για το θέλημα του Θεού …   Dictionary of Greek

  • ανευλάβεια — η έλλειψη σεβασμού: Έδειξε ανευλάβεια απέναντι στον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • παροικτρώ — όω, Μ μεταχειρίζομαι με ανευλάβεια, περιφρονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκτρός] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»